ἐλαφροτέρων

ἐλαφροτέρων
ἐλαφρός
light in weight
fem gen comp pl
ἐλαφρός
light in weight
masc/neut gen comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το …   Dictionary of Greek

  • σκουρέτο — το, Ν λεπτή σανίδα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τών λεπτότερων και ελαφρότερων μερών επιστεγάσεων, παραθύρων και επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scuretto] …   Dictionary of Greek

  • δευτερογενής κοσμική ακτινοβολία — Τα παράγωγα της πρωτογενούς κοσμικής ακτινοβολίας (βροχή σωματιδίων υψηλής ενέργειας από το Διάστημα πάνω στη Γη) μετά τις αλληλεπιδράσεις της με τα μόρια της ατμόσφαιρας. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή ελαφρότερων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”